τρίστοιχος

τρίστοιχος
-η, -ο / τρίστοιχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει διαταχθεί σε τρεις σειρές (α. «τρίστοιχοι ὀδόντες πυκνοί», Ομ. Οδ.
β. «τρίστοιχοι κριθαί», Θεόφρ.
γ. «ἔχειν ἐπ' ἀμφότερα τριστοίχους τοὺς ὀδόντας», Αριστοτ.)
αρχ.
1. τριπλός («τρίστοιχοι κεφαλαί», Ερμησιάν.)
2. γραμμ. αυτός που αποτελείται από τρία στοιχεία, από τρία γράμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ. πεντά-στοιχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρίστοιχος — in three rows masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίστοιχον — τρίστοιχος in three rows masc/fem acc sg τρίστοιχος in three rows neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριστοίχοις — τρίστοιχος in three rows masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριστοίχου — τρίστοιχος in three rows masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριστοίχους — τρίστοιχος in three rows masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριστοίχων — τρίστοιχος in three rows masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίστοιχα — τρίστοιχος in three rows neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίστοιχοι — τρίστοιχος in three rows masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριστοιχεί — και τριστοιχί Α επίρρ. σε τρεις στοίχους, σε τρεις σειρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίστοιχος + επιρρμ. κατάλ. εί / ί (πρβλ. παμψηφ εί, ἀμαχητ ί)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”